Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεπιστημοσύνη η [anepistimosíni] Ο30 : η απουσία, η έλλειψη επιστημονικής γνώσης ή εμπειρίας. ANT επιστημοσύνη.
[λόγ. < αρχ. ἀνεπιστημοσύνη]
- επιστημονικότητα η [epistimonikótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα εκείνου που είναι επιστημονικός, το να είναι κτ. επιστημονικό: H ~ ενός συγγράμματος / της μελέτης ενός θέματος. Aμφισβήτηση της επιστημονικότητας. 2. (σπάν.) επιστημοσύνη.
[λόγ. επιστημονικ(ός) -ότης > -ότητα]
- επιστημοσύνη η [epistimosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του επιστήμονα καθώς και το σύνολο των επιστημονικών γνώσεων που αυτός έχει.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιστημοσύνη `ικανότητα΄ κατά τη σημ. του επιστή μη]