Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισιτισμός
1 εγγραφή
επισιτισμός ο [episitizmós] Ο17 : εφοδιασμός με τρόφιμα ενός συνόλου προσώπων: Ο ~ του στρατού. Δυσκολίες / προβλήματα στον επισιτισμό. Ο ~ μιας πόλης / μιας περιοχής / μιας χώρας σε περίοδο αποκλεισμού.

[λόγ. < αρχ. ἐπισιτισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες