Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιπίπτω
1 εγγραφή
επιπίπτω [epipípto] Ρ αόρ. επέπεσα, απαρέμφ. επιπέσει : (λόγ.) κινούμαι ορμητικά ενάντια σε κπ. ή σε κτ. και τον χτυπώ. || (μτφ.): Bαρύς θα επιπέσει ο πέλεκυς της δικαιοσύνης, η δικαιοσύνη θα επιβάλει σκληρή ποινή.

[λόγ. < αρχ. ἐπιπίπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες