Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιπίπτω [epipípto] Ρ αόρ. επέπεσα, απαρέμφ. επιπέσει : (λόγ.) κινούμαι ορμητικά ενάντια σε κπ. ή σε κτ. και τον χτυπώ. || (μτφ.): Bαρύς θα επιπέσει ο πέλεκυς της δικαιοσύνης, η δικαιοσύνη θα επιβάλει σκληρή ποινή.
[λόγ. < αρχ. ἐπιπίπτω]