Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίνευση η [epínefsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επινεύω· (πρβ. κατάνευση).
[λόγ. < ελνστ. ἐπίνευ(σις) -ση]
- επινεύω [epinévo] Ρ αόρ. επένευσα, απαρέμφ. επινεύσει : (λόγ.) εκδηλώ νω τη συμφωνία ή τη συναίνεσή μου με ανάλογη κίνηση του κεφαλιού· (πρβ. κατανεύω).
[λόγ. < αρχ. ἐπινεύω]