Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμηκης
1 εγγραφή
επιμήκης -ης -ες [epimíkis] Ε11α : που το μήκος του είναι πολύ μεγαλύτερο από το πλάτος· μακρόστενος, στενόμακρος: Mια ~ αίθουσα με πλάτος πέντε και μήκος είκοσι μέτρων.

[λόγ. < αρχ. ἐπιμήκης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες