Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικρατώ
2 εγγραφές [1 - 2]
επικρατώ [epikrató] Ρ10.9α : 1.(απόλ., σε σύγκριση ή αναμέτρηση) αποδεικνύεται ότι κάποιος ή κτ. είναι ανώτερος, ισχυρότερος κτλ. από κπ. ή από κτ. άλλο· υπερτερώ, υπερισχύω: H αλήθεια / η λογική / το δίκαιο θα επικρατήσει. Στην Ελλάδα επικρατεί ακόμα η γεωργία από άποψη τόσο απασχόλησης όσο και παραγόμενου εθνικού εισοδήματος. α. επιβάλλομαι, κυριαρχώ: Tελικά επικρατεί το δίκαιο του ισχυροτέρου. β. νικώ: Στις εκλογές επικράτησαν οι βασιλόφρονες. 2. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που συμβαίνει και που αποτελεί το κύριο ή το μοναδικό χαρακτηριστικό μιας χρονικής περιόδου ή μιας κατάστασης: Επικρατεί φόβος / ανησυχία / ενθουσιασμός / απόλυτη σιγή. Επικρατεί η εντύπωση ότι… || Aύριο θα επικρατήσουν νότιοι άνεμοι.

[λόγ. < αρχ. ἐπικρατῶ]

επικρατών -ούσα -ούν [epikratón] Ε12β : (λόγ.) 1α. που επικρατεί, υπερτερεί, υπερισχύει σε σύγκριση ή σε αναμέτρηση: H επικρατούσα θρησκεία σε μια χώρα, που από τους νόμους της αναγνωρίζεται ως ανώτερη. Στην Ελλάδα επικρατούσα θρησκεία είναι εκείνη της Aνατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. β. που κυριαρχεί έναντι άλλων: H επικρατούσα γνώμη / άπο ψη. 2. που επικρατεί, που συμβαίνει και αποτελεί το κύριο ή το μοναδικό χαρακτηριστικό μιας χρονικής περιόδου ή μιας κατάστασης: Οι επικρατούντες ισχυροί άνεμοι δυσχέραιναν το έργο των πυροσβεστών. Tο επικρατούν ψύχος.

[λόγ. μεε. < αρχ. ἐπικρατῶ μτφρδ. γαλλ. prédomi nant & αγγλ. prevalent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες