Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικοινωνώ
1 εγγραφή
επικοινωνώ [epikinonó] Ρ10.9α : 1α.μεταδίδω ένα μήνυμα, μια πληροφορία κτλ. σε κπ. ή ανταλλάσσω γνώσεις, σκέψεις κτλ. με κπ.: Nα επικοινωνήσουμε οπωσδήποτε αύριο. Οι κρατούμενοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους με συνθηματικά χτυπήματα στον τοίχο. || (προφ.): Επικοινωνείς (με τον εγκέφαλό σου);, ελέγχεις αυτά που λες ή κάνεις; β. (για τόπο, χώρο, σημείο) έχω δυνατότητα επικοινωνίας, μετακίνησης ή μεταφοράς με άλλον τόπο, χώρο, σημείο: H κουζίνα επικοινωνεί και με το διάδρομο και με την τραπεζαρία. Tα νησιά και οι παραθαλάσσιες περιοχές επικοινωνούν ευκολότερα μεταξύ τους. 2. έχω πνευματικό, ψυχικό, συναισθηματικό κτλ. σύνδεσμο με κπ. και μπορώ να καταλαβαίνω τα αισθήματα, τα συναισθήματά του: Όταν οι σύζυγοι δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, ο γάμος ουσιαστικά έχει διαλυθεί.

[λόγ. < αρχ. ἐπικοινωνῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες