Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικαρπία
1 εγγραφή
επικαρπία η [epikarpía] Ο25 : (νομ.) το εμπράγματο δικαίωμα κάποιου να χρησιμοποιεί ή να εκμεταλλεύεται κτ. ξένο χωρίς όμως να θίγει την ουσία του: Σύσταση / άσκηση / μεταβίβαση / λήξη της επικαρπίας. Παραίτηση από ~. Iσόβια ~. || δικαίωμα επικαρπίας: Σύμφωνα με τη διαθήκη τα παιδιά έχουν την ψιλή κυριότητα του σπιτιού, ενώ η μητέρα έχει όσο ζει την ~ του.

[λόγ. < ελνστ. ἐπικαρπία, αρχ. σημ.: `παραγωγή, κέρδος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες