Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδιαιτησία
1 εγγραφή
επιδιαιτησία η [epiδietisía] Ο25 : (νομ.) δεύτερη, ανώτερου βαθμού, διαιτησία, στην οποία καταφεύγουν οι ενδιαφερόμενοι, όταν αποτύχει η πρώτη.

[λόγ. επι(διαιτητής) -διαιτησία κατά το σχ.: διαιτητής - διαιτησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες