Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επευφημια
1 εγγραφή
επευφημία η [epefimía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επευφημώ· εκδήλωση έντονης επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού για κπ: Tο πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα κι επευφημίες.

[λόγ. επευφημ(ώ) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες