Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεξεργάζομαι
1 εγγραφή
επεξεργάζομαι [epekserγázome] Ρ2.1β : 1α.δημιουργώ κτ. με πνευματική ενέργεια χρησιμοποιώντας επί μέρους στοιχεία: ~ ένα σχέδιο / ένα πρόγραμμα. Nα επεξεργαστούμε έναν κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας. Ομάδα εργασίας επεξεργάστηκε τις προτάσεις. H συνείδηση επεξεργάζεται τα δεδομένα των αισθήσεων. β. επιφέρω τροποποιήσεις, διορθώσεις σε κτ. με σκοπό να του δώσω ολοκληρωμένη μορφή: ~ ένα κείμενο / ένα σύγγραμμα. 2. κατεργάζομαι: Bιοτεχνία που επεξεργάζεται δέρματα / βαμβάκι. || Tα καπνά τα επεξεργάζονται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους.

[λόγ. < αρχ. ἐπεξεργάζομαι `επιτελώ επιπλέον΄, ελνστ. σημ.: `ξαναδουλεύω κτ.΄, κατά τη σημ. της λ. επεξεργασία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες