Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανένταξη
1 εγγραφή
επανένταξη η [epanéndaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεντάσσω: Θεραπεία των ναρκομανών και επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. H ~ της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του NATΟ μετά την αποχώρηση στα 1974.

[λόγ. επαν(α)- ένταξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες