Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίτιμος -η -ο
1 εγγραφή
επίτιμος -η -ο [epítimos] Ε5 : (για πρόσ.) που του έχει απονεμηθεί τιμητικά ένας συγκεκριμένος τίτλος (ο οποίος αναφέρεται στη συνέχεια) όχι όμως και τα σχετικά δικαιώματα ή καθήκοντα: ~ δημότης μιας πόλης / διδάκτορας μιας ανώτατης σχολής / πρόεδρος ενός κόμματος / αρχηγός. Επίτιμο μέλος ενός συλλόγου / του σωματείου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της Aκαδημίας Aθηνών.

[λόγ. < αρχ. ἐπίτιμος `που έχει ακέραια τα πολιτικά του δικαιώματα΄ σημδ. γαλλ. honoraire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες