Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίπτωση
1 εγγραφή
επίπτωση η [epíptosi] Ο33 : η επίδραση, συνήθ. βλαπτική, που ασκεί κτ. σε κτ. άλλο: Οι επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία του ανθρώπου / του πληθωρισμού στην οικονομία μιας χώρας / της βιομηχανικής ανάπτυξης στο περιβάλλον. || (συνήθ. πληθ.) συνέπειες, αποτελέσματα: Σοβαρές / δυσμενείς / δυσάρεστες επιπτώσεις. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις ενός πολέμου.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίπτω(σις) `πέσιμο επάνω, τυχαίο γεγονός΄ -ση σημδ. γαλλ. incidence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες