Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίπονος
1 εγγραφή
επίπονος -η -ο [epíponos] Ε5 : που γίνεται με πολύ μεγάλο κόπο, που προκαλεί πολύ μεγάλη κούραση: Επίπονη εργασία / προσπάθεια. Επίπονες γυμναστικές ασκήσεις.

[λόγ. < αρχ. ἐπίπονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες