Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίκυκλος
1 εγγραφή
επίκυκλος ο [epíkiklos] Ο19 : (μαθημ.) κύκλος του οποίου το κέντρο βρίσκεται στην περιφέρεια άλλου μεγαλύτερου κύκλου.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίκυκλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες