Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίκτητος
1 εγγραφή
επίκτητος -η -ο [epíktitos] Ε5 : που δημιουργείται στα έμβια όντα κατά τη διάρκεια της ζωής τους, που δεν είναι έμφυτος ή κληρονομικός: Επίκτητα χαρακτηριστικά. Επίκτητες ιδιότητες. Aναπάντητο παραμένει το ερώτημα αν το θρησκευτικό συναίσθημα είναι έμφυτο ή επίκτητο. Επίκτητες ασθένειες. ANT κληρονομικές. Σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής* ανεπάρκειας.

[λόγ. < αρχ. ἐπίκτητος `προσθεμένος στην κληρονομική περιουσία΄ σημδ. γαλλ. acquis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες