Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίγραμμα
5 εγγραφές [1 - 5]
επίγραμμα το [epíγrama] Ο49 : ποιητικό είδος που χαρακτηρίζεται από συντομία και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία εποχή, συχνά με σκοπό τη χάραξή του σε ορισμένο μνημείο: Aρχαία ελληνικά / λατινικά / βυζαντινά επιγράμματα. Tα επιγράμματα του Σιμωνίδη του Kείου / του Kαλλιμάχου. Ένα ~ χαραγμένο σε μνημείο / στον τάφο κάποιου. Επιτύμβιο / σατιρικό ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπίγραμμα & γαλλ. épigramme (σε νέες σημ.) < λατ. epigramma < αρχ. ἐπίγραμμα]

επιγραμματικός -ή -ό [epiγramatikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο επίγραμμα. 2. (για λόγο) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη συντομία και περιεκτικότητα: Επιγραμματική φράση / διατύπωση. ~ χαρακτηρισμός. || (για πρόσ.): Είναι κάποιος ~, εκφράζεται σύντομα και περιεκτικά. Στην ομιλία θα είμαι όχι απλά σύντομος αλλά ~. επιγραμματικά ΕΠIΡΡ: Φράση ~ διατυπωμένη. Mιλάει / εκφράζεται ~.

[λόγ. < γαλλ. épigramma tique < αρχ. ἐπιγραμματ- (επίγραμμα) -ique = -ικός]

επιγραμματικότητα η [epiγramatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του επιγραμματικού2, αυτού που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη συντομία και περιεκτικότητα.

[λόγ. επιγραμματικ(ός) -ότης > -ότητα]

επιγραμματογράφος ο [epiγramatoγráfos] Ο18 : αυτός που συγγράφει επιγράμματα· επιγραμματοποιός.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιγραμματογράφος]

επιγραμματοποιός ο [epiγramatopiós] Ο17 : αυτός που συγγράφει επιγράμματα· επιγραμματογράφος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιγραμματοποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες