Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωμότης
1 εγγραφή
εξωμότης ο [eksomótis] Ο10 : αυτός που αρνήθηκε τη θρησκεία του και ασπάστηκε άλλη· αρνησίθρησκος: Xριστιανός ~.

[λόγ. εξωμο(σία) -της]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες