Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξυπηρετώ
1 εγγραφή
εξυπηρετώ [eksipiretó] -ούμαι Ρ10.9 : α.προσφέρω υπηρεσία σε κπ.: Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Tο γραφείο μας δεν κάνει διακρίσεις· τους εξυπηρετεί όλους. Πολύ ικανό το γκαρσόνι· εξυπηρέτησε μόνο του όλους τους πελάτες. Εξυπηρετείστε;, ερώτηση την οποία απευθύνει υπάλληλος σε κπ., για να διαπιστώσει αν αυτός ήδη εξυπηρετείται και για να δείξει την προθυμία του να ασχοληθεί μαζί του. β. καλύπτω, ικανοποιώ ορισμένη έλλειψη ή ανάγκη κάποιου: Aυτοκινητόδρομος που εξυπηρετεί ολόκληρη επαρχία. Xρειάζομαι ένα πεντοχίλιαρο· μπορείς να με εξυπηρετήσεις; Yπάρχει τηλεφωνικός θάλαμος, όπου μπορείτε να εξυπηρετηθείτε. || βολεύω: Δε με εξυπηρετεί πια αυτή η μοτοσικλέτα· πρέπει να πάρω μεγαλύτερη.

[λόγ. < αρχ. ἐξυπηρετῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες