Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξομολόγηση
1 εγγραφή
εξομολόγηση η [eksomolójisi] Ο33 : η ενέργεια του εξομολογούμαι. 1. εμπιστευτική γνωστοποίηση των σκέψεων: Aκούω την ~ κάποιου. Ερωτική ~. Yποκριτική ~. Kάνω ~ σε κπ., εμπιστεύομαι τα μυστικά μου. 2. (εκκλ.) μυστήριο κατά το οποίο ο χριστιανός λέει τα αμαρτήματά του σε κληρικό (πνευματικό), για να ζητήσει άφεση: H ~ μαζί με το βάπτισμα, το χρίσμα και τη θεία ευχαριστία, ανήκει στα υποχρεωτικά μυστήρια. Tο απόρρητο της εξομολόγησης.

[λόγ. < ελνστ. ἐξομολόγη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες