Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξευγενισμός
1 εγγραφή
εξευγενισμός ο [eksevjenizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξευγενίζω. 1. βελτίωση από πνευματική ή ηθική άποψη. 2. (επιστ.) α. (βιολ.) βελτίωση ενός ζωικού ή φυτικού είδους με επιστημονικές μεθόδους. β. (χημ., τεχνολ.) βελτίωση με ειδική κατεργασία των ιδιοτήτων ενός προϊόντος: ~ των προϊόντων κατεργασίας του πετρελαίου.

[λόγ. εξευγενισ- (εξευγενίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. ennoblissement (διαφ. το ελνστ. ἐξευγενισμός `παρακμή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες