Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξερευνητής
1 εγγραφή
εξερευνητής ο [ekserevnitís] Ο7 θηλ. εξερευνήτρια [ekserevnítria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με την εξερεύνηση μιας περιοχής της γης: Οι τολμηροί εξερευνητές του 19ου αι.

[λόγ. εξερευνη- (εξερευνώ) -τής· λόγ. εξερευνη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες