Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντρύφημα το [endrífima] Ο49 : (λόγ.) α. ό,τι προσφέρει ιδιαίτερη πνευματική απόλαυση, ευχαρίστηση. β. πνευματικό έργο που είναι αποτέλεσμα εντρύφησης.
[λόγ. < ελνστ. ἐντρύφημα]
- εντρύφηση η [endrífisi] Ο33 : η απασχόληση με ό,τι προσφέρει μια ιδιαίτερη πνευματική ευχαρίστηση, απόλαυση: H εντρύφησή του σε θέματα αισθητικής.
[λόγ. εντρυφη- (εντρυφώ) -σις > -ση]
- εντρυφώ [endrifó] Ρ10.1α : (λόγ.) ασχολούμαι με κτ., επιδίδομαι σε πνευματική κυρίως απασχόληση, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, απόλαυση: Εντρυφούν στη μελέτη της φιλοσοφίας.
[λόγ. < αρχ. ἐντρυφῶ]