Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντατικοποιώ
1 εγγραφή
εντατικοποιώ [endatikopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω να γίνει κτ. περισσότερο εντατικό: Πρέπει να εντατικοποιήσουμε τις προσπάθειές μας, να τις εντείνουμε.

[λόγ. εντατικ(ός) -ο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. intensifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες