Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμώ
1 εγγραφή
εμώ [emó] Ρ10.10α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κάνω εμετό· εξεμώ· (πρβ. ξερνώ).

[λόγ. < αρχ. ἐμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες