Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμφανίζω
1 εγγραφή
εμφανίζω [emfanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω φανερό, ορατό κτ. που είναι κρυμμένο· παρουσιάζω: Tου ζήτησαν να εμφανίσει στο δικαστήριο τα έγγραφα που κατείχε, να προσκομίσει και να επιδείξει. || παρουσιάζω κπ. ή κτ. με ορισμένη μορφή ή ιδιότητα: Mας τον εμφάνισε ως αυτόπτη μάρτυρα. β. για κτ. που αρχίζει να αναπτύσσεται σε βαθμό που να γίνει αντιληπτό: Εμφανίζει συμπτώματα γρίπης. γ. (ειδικότ.) επεξεργάζομαι φωτογραφικό φιλμ, για να σχηματιστεί επάνω σε αυτό η αρνητική εικόνα. || (επέκτ.) εμφανίζω φωτογραφικό φιλμ και εκτυπώνω τις φωτογραφίες. 2. (παθ.) α. γίνομαι φανερός, ορατός· φαίνομαι. ANT εξαφανίζομαι: Ένα παράξενο φως εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Tα πρώτα προβλήματα εμφανίστηκαν μετά το διαζύγιο. β. έρχομαι και παρουσιάζομαι κάπου: Έχει καιρό να εμφανιστεί από εδώ. Εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να καταθέσει, παρουσιάστηκε, προσήλθε. Εμφανίστηκε στο μπαλκόνι για να χαιρετίσει τους οπαδούς. γ. παρουσιάζομαι με ορισμένη μορφή ή ιδιότητα: Mας εμφανίστηκε με επίσημο ένδυμα. Εμφανίστηκε ως σωτήρας του έθνους. || (ειδικότ., για καλλιτέχνη ή για το έργο του) παίρνω μέρος σε μια καλλιτεχνική εκδήλωση: Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής. δ. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι για πρώτη φορά: Tα καινούρια ευρήματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος εμφανίστηκε στην Aφρική πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια. || Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με μια μικρή ποιητική συλλογή, πρωτοεμφανίστηκε.

[λόγ. < αρχ. ἐμφανίζω `κάνω ορατό, δείχνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες