Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπόδιο
1 εγγραφή
εμπόδιο το [embóδio] Ο40 : 1.κάθε πράγμα, φυσικό ή τεχνητό, που εμποδίζει, δυσκολεύει ή απαγορεύει μια πορεία, μια κίνηση. || (αθλ.): Δρόμος* μετ΄ εμποδίων και ως έκφραση. Δρόμος μετά φυσικών εμποδίων. Πέρασε / πήδηξε τα εμπόδια με μεγάλη ευκολία, αλλά δεν μπόρεσε να τερματίσει πρώτος. 2. ό,τι δυσκολεύει ή δεν επιτρέπει, απαγορεύει να γίνει κτ. ή να κάνει κάποιος κτ.: Bάζω / παρεμβάλλω / θέτω ~ / εμπόδια, εμποδίζω. Bρίσκομαι μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια, δυσκολίες. Aντιμετωπίζω / περνώ / ξεπερνώ / παρακάμπτω / υπερπηδώ τα εμπόδια. (έκφρ.) κάθε ~ για καλό, για δυσκολία, αναβολή κτλ. που, όταν παρουσιάζεται, θεωρούμε ότι όχι μόνο δε θα δημιουργήσει πρόβλημα, αλλά ότι μπορεί και να φέρει κτ. καλό. || (για πρόσ.): Στέκομαι / είμαι ~ σε κπ. ή σε κτ., τον εμποδίζω.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἐμπόδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες