Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμποροράφτης
1 εγγραφή
εμποροράφτης ο [embororáftis] & εμποροράπτης ο [embororáptis] Ο10 : ράφτης ανδρικών ενδυμασιών που πουλά ο ίδιος το απαιτούμενο ύφασμα.

[λόγ. εμπορο- + ράπτης μτφρδ. γαλλ. marchand-tailleur και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες