Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπαθής
1 εγγραφή
εμπαθής -ής -ές [embaθís] Ε10 : α.(για πρόσ.) που κυριαρχείται από έντονα συναισθήματα εχθρότητας, που ενεργεί κινούμενος από αυτά: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. ~ ομιλητής / πολιτικός. Mεροληπτικός και ~ κριτής. β. (για ενέργεια) που προέρχεται και καθορίζεται από έντονο συναίσθημα εχθρότητας: ~ συμπεριφορά / ομιλία / κριτική. εμπαθώς ΕΠIΡΡ με εμπάθεια, με τρόπο εμπαθή.

[λόγ. < αρχ. ἐμπαθής `συγκινημένος΄, ελνστ. σημ.: `με έντονη συμπάθεια΄ σημδ. γαλλ. passionnel· λόγ. < αρχ. ἐμπαθῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες