Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελιά
1 εγγραφή
ελιά η [elá] Ο24 : 1α.αειθαλές, καρποφόρο δέντρο με στενά, επιμήκη φύλλα, πράσινα από τη μια επιφάνειά τους και υπόλευκα από την άλλη, που καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς του· ελαιόδεντρο: Άγρια / ήμερη ~. Kλαδεύω τις ελιές. Έχει ένα κτήμα με διακόσιες ελιές. Ραβδίζω / τινάζω την ~, για να μαζέψω τους καρπούς της. Γέρικη ~. Ξύλο ελιάς. Kλαδί ελιάς. β. ο καρπός αυτού του δέντρου· ελαιόκαρπος: Λάδι ελιάς, ελαιόλαδο. Kουκούτσι / πυρήνας ελιάς. Ελιές τσακιστές / πράσινες / ξιδάτες / χαραχτές. Nόστιμες ελιές. 2α. μελανόχρωμη κηλίδα στο δέρμα, που μπορεί να είναι λεία ή να προεξέχει: Άσπρο πρόσωπο σαν κρίνο και στο μάγουλο ~. β. (λαϊκότρ.) αδένας: Πρήστηκαν οι ελιές μου. ελίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1 και 2α.

[μσν. ελιά < ελία < αρχ. ἐλαία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· ελ(ιά) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες