Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελεφαντοστούν
1 εγγραφή
ελεφαντοστούν το [elefandostún] Ο : (λόγ.) ελεφαντόδοντο.

[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β + αρχ. (αττ. διάλ.) ὀστοῦν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες