Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελεφάντινος
1 εγγραφή
ελεφάντινος -η -ο [elefándinos] Ε5 : 1.που ανήκει σε ελέφαντα. 2. που είναι κατασκευασμένος από ελεφαντοστό· φιλντισένιος.

[λόγ. < αρχ. ἐλεφάντινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες