Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελατήριο
1 εγγραφή
ελατήριο το [elatírio] Ο40 : α. σπείρωμα από έλασμα, σύρμα ή μικρό έλασμα (λάμα) με το οποίο ωθείται ή έλκεται σε ορισμένη θέση το κινητό τμήμα ενός μηχανισμού· (πρβ. σούστα): Σπειροειδές / ελικοειδές / ελασμάτινο ~. Ωστικό ~. Tο ~ του ρολογιού / της κλειδαριάς. || Πετάχτηκε πάνω σαν ~, με ορμή και ξαφνικά. β. (μτφ.) κίνητρο ορισμένης πράξης: Tαπεινά / ύποπτα ελατήρια.

[λόγ. < αρχ. ἐλατήριον `που διώχνει, καθαρτικό΄ με σφαλερή αλλ. σημ. κατά το ελατός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες