Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκχιονισμός
1 εγγραφή
εκχιονισμός ο [ekxionizmós] Ο17 : αφαίρεση συσσωρευμένου χιονιού, καθαρισμός των δρόμων από το χιόνι· αποχιονισμός.

[λόγ. εκ- χιον- (χιών δες στο χιόνι) -ισμός μτφρδ. γαλλ. déneigement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες