Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκφοβίζω
1 εγγραφή
εκφοβίζω [ekfovízo] Ρ2.1α : κάνω κπ. να νιώσει φόβο, συνήθ. προβάλλοντας επικείμενο κακό ή απειλώντας τον, και για να μπορέσω να του επιβάλω τη θέλησή μου· φοβίζω, φοβερίζω, τρομάζω: Προσπάθησε να μας εκφοβίσει με ύβρεις και απειλές.

[λόγ. < αρχ. ἐκφοβ(ῶ) μεταπλ. -ίζω κατά το φοβίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες