Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπλήσσω
1 εγγραφή
εκπλήσσω [ekplíso] -ομαι & εκπλήττω [ekplíto] -ομαι Ρ αόρ. εξέπληξα, απαρέμφ. εκπλήξει, παθ. αόρ. εξεπλάγην, απαρέμφ. εκπλαγεί : 1.(ενέργ.) προκαλώ σε κπ. συναίσθημα έκπληξης, απορίας και θαυμασμού· αφήνω κπ. έκπληκτο· ξαφνιάζω, καταπλήσσω. α. (για πρόσ.): Mόνο από εσένα δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο· ειλικρινά με εκπλήσσεις. β. για γεγονός, ενέργεια ή αποτέλεσμα, ή για συμπεριφορά ή χαρακτήρα προσώπου: Όλα είναι πιθανά, τίποτα πια δε μας εκπλήσσει. H συμφωνία των δύο αντίπαλων κομμάτων εξέπληξε τους πάντες. 2. (παθ.) καταλαμβάνομαι από συναίσθημα έκπληξης, δοκιμάζω έκπληξη· μένω έκπληκτος: Θα εκπλαγούν, όταν μάθουν την απόφασή μας. Kανείς δεν εξεπλάγη, όλοι περίμεναν ότι έτσι θα γίνει. Εκπλήττομαι με την τόλμη σας.

[λόγ. < αρχ. ἐκπλήσσω & (αττ. διάλ.) ἐκπλήττω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες