Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκωφαντικός
1 εγγραφή
εκκωφαντικός -ή -ό [ekofandikós] Ε1 : (για ήχο) που είναι τόσο ισχυρός, ώστε να προκαλεί προσωρινή κώφωση, να μην επιτρέπει να ακουστεί τίποτε άλλο· που μας ξεκουφαίνει: ~ κρότος / θόρυβος. Ο ~ ήχος της σειρήνας.

[λόγ. *εκκωφαν- (*εκκωφαίνω < εκ- κωφαίνω μτφρδ. του νεοελλ. ξεκουφαίνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. assourdissant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες