Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκδότης ο [ékδótis] Ο10 θηλ. εκδότρια [ekδótria] Ο27 : 1. αυτός που εκδίδει μια συγγραφή, που αναλαμβάνει τις υλικές δαπάνες που απαιτούνται για την παραγωγή πολλών αντιτύπων ενός κειμένου για να διατεθούν στο κοινό: Yπήρξε ο ίδιος συγγραφέας και ~ πολλών βιβλίων. ~ παιδικών βιβλίων. Σύλλογος εκδοτών βιβλιοπωλών. Οι εκδότες εφημερίδων. || Yπεύθυνος ~ / ~ σύμφωνα με το νόμο (μιας εφημερίδας, ενός περιοδικού κτλ.), που έχει τη νομική ευθύνη για τα δημοσιευόμενα. 2. αυτός που επιμελείται φιλολογικές ή κριτικές εκδόσεις παλαιότερων κειμένων και ειδικά ο φιλόλογος που κάνει τη φιλολογική ή την κριτική έκδοση παλαιότερου κειμένου: ~ και μεταφραστής λατινικών κειμένων. 3. αυτός που συντάσσει επίσημο έγγραφο: ~ συναλλαγματικής, που συντάσσει και υπογράφει συναλλαγματική. || (ως επίθ.): Εκδότρια αρχή.
[λόγ. < ελνστ. ἐκδότης `κάποιος που νοικιάζει συμβόλαια ή φόρους΄ κατά τις σημ. της λ. έκδοση· λόγ. εκδό(της) -τρια]