Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκατοστίζω [ekatostízo] & κατοστίζω [katostízo] Ρ2.1α : (οικ.) αυξάνω το πλήθος πραγμάτων που έχω ως τον αριθμό εκατό, συνήθ. στην ευχετική έκφραση: να τα εκατοστίσεις / εκατοστίσει, να τα κάνεις / κάνει εκατό ή γενικώς πάρα πολλά· ΣYN έκφρ. να τα χιλιάσεις: α. (για τα χρόνια ζωής) να ζήσεις χρόνια πολλά, ως τα βαθιά γεράματα. β. (για πράγματα): Δικά σου είναι τα πρόβατα; άντε, να τα εκατοστίσεις.
[εκατοστ(ή) -ίζω· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]