Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειρωνεία
1 εγγραφή
ειρωνεία η [ironía] Ο25 : 1α. περιφρονητικός ή υποτιμητικός αστεϊσμός, εμπαιγμός, χλευασμός ή σαρκασμός σε βάρος άλλου τον οποίο εκφράζει κάποιος με τη διατύπωση μιας γνώμης ή με την έκφραση ενός συναισθήματος διαφορετικών ή αντίθετων από αυτό που νομίζει ή αισθάνεται: Λεπτή / διακριτική / σαρκαστική / δεικτική / αμείλικτη ~. Πικρή / πικρόχολη ~. Δεν ανέχομαι πια τις ειρωνείες και τα υπονοούμενά του. β. (γραμμ). σχήμα λόγου κατά το οποίο ένας ομιλητής χρησιμοποιεί λέξεις ή φράσεις με περιεχόμενο εντελώς αντίθετο από αυτό που εννοεί, για να χλευάσει ή να περιπαίξει, να ψέξει, να εκφράσει έντονη αγανάκτηση κτλ.: H ~ συνήθως γίνεται αντιληπτή από τον ιδιαίτερο τόνο της φωνής ή τη χρήση ορισμένων σημείων στίξης. (έκφρ.) τραγική ~: α. (φιλολ., θέατρ.) τεχνική στην πλοκή του μύθου που παρουσιάζει τους ήρωες να αγνοούν την αλήθεια, τους θεατές όμως να τη γνωρίζουν και να αγωνιούν για την πλάνη των ηρώων. β. για τις περιπτώσεις στις οποίες, ενώ κάποιος αναμένει κτ. ευχάριστο και ενεργεί ανάλογα, του συμβαίνει ένα γεγονός τραγικό. ~ της τύχης, για ευτυχές ή δυσάρεστο γεγονός που συμβαίνει στη ζωή τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία αναμένεται (ή και συμβαίνει) το αντίθετο. 2. (φιλοσ.) Σωκρατική ~, η συζητητική μέθοδος του Σωκράτη, ο οποίος, προσποιούμενος άγνοια, έθετε στους συνομιλητές του ερωτήσεις τέτοιες που αποκάλυπταν την αντιφατικότητα των λόγων τους.

[λόγ. < αρχ. εἰρωνεία `προσποίηση, προσποιητή μετριοφροσύνη΄ με εξέλ. της σημ. κατά την πλατωνική φιλοσοφία & και κατά τη σημ. του γαλλ. ironie & αγγλ. irony < λατ. ironia < αρχ. εἰρωνεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες