Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειρηνοποιός
1 εγγραφή
ειρηνοποιός -ός -ό [irinopiós] Ε13 : που αποκαθιστά την ειρήνη, που διαλύει διχόνοιες και έχθρες. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. εἰρηνοποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες