Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικονοστάσι
1 εγγραφή
εικονοστάσιο το [ikonostásio] Ο40 & εικονοστάσι το [ikonostási] Ο44α : α.(γενικότ.) κατασκευή για την τοποθέτηση λατρευτικών εικόνων: Tο παλιό ξύλινο εικονοστάσι του σπιτιού μας. β. (ειδικότ.) η κατασκευή που χωρίζει το Άγιο Bήμα από τον κεντρικό χώρο χριστιανικού ναού και κοσμείται με λατρευτικές εικόνες· τέμπλο: Mαρμάρινο / ξυλόγλυπτο ~ ενός ναού.

[λόγ. < μσν. εικονοστάσιον < εικονο- + -στάσιον· μσν. εικονοστάσι < εικονοστάσιον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες