Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικονογράφος
1 εγγραφή
εικονογράφος ο [ikonoγráfos] Ο18 : 1.αυτός που ζωγραφίζει θρησκευτικές εικόνες· (πρβ. αγιογράφος). 2. αυτός που εικονογραφεί, διακοσμεί με εικόνες βιβλία, περιοδικά κ.ά. έντυπα.

[λόγ. < μσν. εικονογράφος, αρχ. σημ.: `ζωγράφος πορτρέτων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες