Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθελοντής
1 εγγραφή
εθελοντής ο [eθelondís] Ο7 θηλ. εθελόντρια [eθelóndria] Ο27 : αυτός που εκτελεί ένα έργο, μια εργασία, ένα καθήκον κτλ. με τη θέλησή του και με μοναδικό κίνητρο ένα συναίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης και αλτρουισμού: Δυνάμεις της πυροσβεστικής και εθελοντές από τους κατοίκους της περιοχής αγωνίζονται να σβήσουν την πυρκαγιά. || (ειδικότ.) ο εθελοντής στρατιώτης, που υπηρετεί σε ένα στράτευμα, χωρίς να έχει υποχρέωση στράτευσης: Yπηρετώ ως ~. Πηγαίνω / κατατάσσομαι ~. Σώμα εθελοντών. || Εθελοντές πενταετούς υποχρέωσης (ΕΠY), αμειβόμενοι υπαξιωματικοί του ελληνικού στρατού με πενταετή θητεία. || (ως επίθ.): ~ νοσοκόμος / αιμοδότης. Εθελόντρια νοσοκόμα / αδελφή.

[λόγ. < αρχ. ἐθελοντής· λόγ. εθελον(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες