Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εδώδιμος
1 εγγραφή
εδώδιμος -η -ο [eδóδimos] Ε5 : (λόγ.) που τον χρησιμοποιούν για τροφή· (πρβ. βρώσιμος, φαγώσιμος): Ο ~ καρπός. H εδώδιμη ρίζα ενός φυτού. H εδώδιμη ποικιλία ενός φυτού. || (βοτ.) στην ονοματολογία φυτικών ειδών και ποικιλιών: Στρύχνος ο ~. || (ως ουσ.) τα εδώδιμα, φαγώσιμα είδη: Εδώδιμα και αποικιακά.

[λόγ. < αρχ. ἐδώδιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες