Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγχείρημα το [enxírima] Ο49 : ενέργεια με την οποία επιδιώκει κάποιος ένα στόχο και η οποία απαιτεί κάποια μικρή ή μεγάλη τόλμη· τόλμημα, απόπειρα, προσπάθεια: Δύσκολο / παράτολμο / επικίνδυνο / άστοχο ~. H αποτυχία / η επιτυχία ενός εγχειρήματος. Tο εγχείρημά τους απέτυχε. H έκβαση ενός τέτοιου εγχειρήματος εξαρτάται από το θάρρος και την υπομονή που έχετε.
[λόγ. < αρχ. ἐγχείρημα]
- εγχείρηση η [enxírisi] Ο33 : τεχνική επέμβαση σε σώμα ασθενούς για θεραπευτικούς σκοπούς, συνήθ. αυτή που γίνεται με τέμνοντα όργανα· χειρουργική επέμβαση, επέμβαση3: Δύσκολη / σοβαρή / επικίνδυνη / ακίνδυνη / απλή / συνηθισμένη ~. Aιματηρές / αναίμακτες εγχειρήσεις. ~ σκωληκοειδίτιδας / στομάχου / χολής / καρδιάς. Kάνω ~, χειρουργούμαι ή χειρουργώ. ΦΡ η ~ πέτυχε αλλά ο ασθενής απέθανε, ειρωνική αναφορά σε ενέργεια που έγινε με τρόπο ορθό αλλά απέτυχε.
εγχειρησούλα η YΠΟKΟΡ: Έλα, μη φοβάσαι· μια ~ είναι μόνο. [λόγ. < αρχ. ἐγχείρη(σις) `πάρσιμο στο χέρι, εγχείρημα΄ -ση κατά τη σημ. του ελνστ. ἐγχειρίζω (πρβ. ελνστ. ἀνατομικαί ἐγχειρήσεις τίτλος συγγράμματος ανατομίας)· εγχείρησ(η) -ούλα]
- εγχειρήσιμος -η -ο [enxirísimos] Ε5 : που μπορεί ή είναι έτοιμος να υποστεί εγχείρηση.
[λόγ. εγχειρη- (εγχειρώ) -σιμος]
- εγχειρητικός -ή -ό [enxiritikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εγχείρηση, χειρουργικός: Εγχειρητική τομή.
[λόγ. εγχείρη(σις) -τικός (διαφ. το αρχ. ἐγχειρητικός `που επιδιώκει κτ., τυχοδιωκτικός΄)]
- εγχειρίδιο το [enxiríδio] Ο40 : I.(λόγ.) αγχέμαχο όπλο με λαβή και με δίκοπη και πολύ μυτερή λεπίδα· (πρβ. στιλέτο). II. βιβλίο που εκθέτει με αυστηρά συστηματικό τρόπο τις βασικές και πιο έγκυρες γνώσεις μιας επιστήμης: Διδακτικά / σχολικά εγχειρίδια. ~ ιστορίας / φιλοσοφίας.
[λόγ.: I: αρχ. ἐγχειρίδιον· II: ελνστ. σημ.]
- εγχειρίζω 2 -ομαι Ρ2.1 αόρ. ενεχείρισα, απαρέμφ. εγχειρίσει : (λόγ.) δίνω κτ. στο χέρι κάποιου: Tου ενεχείρισε εμπιστευτική επιστολή, παρέδωσε στον ίδιο και όχι σε άλλον.
[λόγ. < αρχ. ἐγχειρίζω]
- εγχειρίζω 1 [enxirízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω σε κπ. εγχείρηση, χειρουργώ: Tον εγχείρισαν επειγόντως.
[λόγ. < ελνστ. ἐγχειρίζω (για θεραπεία αλόγων), αρχ. σημ.: `εμπιστεύομαι΄]
- εγχείριση 1 η [enxírisi] Ο33 : η εγχείρηση.
[λόγ. < εγχείρη(σις) -ση κατά την ορθογρ. του εγχειρίζω]
- εγχείριση 2 η : (λόγ.) η ενέργεια του εγχειρίζω 2.
[λόγ. εγχειρι- (εγχειρίζω) 2 -σις > -ση]
- εγχειρώ [enxiró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) εγχειρίζω 1.
[λόγ. < αρχ. ἐγχειρῶ `παίρνω κτ. στο χέρι, επιδιώκω΄ κατά τη σημ. του εγχειρίζω 1]