Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγχειρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
εγχειρίζω 2 -ομαι Ρ2.1 αόρ. ενεχείρισα, απαρέμφ. εγχειρίσει : (λόγ.) δίνω κτ. στο χέρι κάποιου: Tου ενεχείρισε εμπιστευτική επιστολή, παρέδωσε στον ίδιο και όχι σε άλλον.

[λόγ. < αρχ. ἐγχειρίζω]

εγχειρίζω 1 [enxirízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω σε κπ. εγχείρηση, χειρουργώ: Tον εγχείρισαν επειγόντως.

[λόγ. < ελνστ. ἐγχειρίζω (για θεραπεία αλόγων), αρχ. σημ.: `εμπιστεύομαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες