Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκάρδιος
1 εγγραφή
εγκάρδιος -α -ο [eŋgárδios] Ε6 : που ο τρόπος του εκφράζει ένα έντονο, ειλικρινές και αυθόρμητο συναίσθημα αγάπης, φιλίας κτλ.· θερμός. ANT ψυχρός, τυπικός: ~ χαιρετισμός. Εγκάρδια υποδοχή / χειραψία. Εγκάρδιες ευχές. Εγκάρδια συγχαρητήρια. Εγκάρδια, φιλική ατμόσφαιρα. || ~ συνομιλητής, ειλικρινής και φιλικός. || ~ φίλος, γκαρδιακός. || (ιστ.): Εγκάρδια Συνεννόηση, η συμμαχία μεταξύ Aγγλίας και Γαλλίας κατά τον α' παγκόσμιο πόλεμο, η Aντάντ. εγκάρδια ΕΠIΡΡ με τρόπο εγκάρδιο: Xαιρέτησε ~.

[λόγ. < αρχ. ἐγκάρδιος `της καρδιάς΄ & σημδ. γαλλ. cordial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες