Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγενής -ής -ές
1 εγγραφή
εγγενής -ής -ές [enjenís] Ε10 : (λόγ.) που υπάρχει σε κτ. από την πρώτη στιγμή της γέννησής του, της δημιουργίας του· (πρβ. σύμφυτος, συγγενής): Εγγενείς δυσχέρειες / δυσκολίες. Εγγενή προβλήματα. Οι εγγενείς αδυναμίες του νεοελληνικού κράτους. || (φιλοσ.): Εγγενείς ιδέες, που είναι έμφυτες στον ανθρώπινο νου, που υπάρχουν πριν από κάθε εμπειρία. || (βιολ.): ~ αναπαραγωγή, που γίνεται με γονιμοποίηση. Εγγενή αντανακλαστικά, που δεν είναι αποτέλεσμα εμπειρίας (όπως, π.χ. ο θηλασμός)· (πρβ. ενστικτώδης).

[λόγ. < αρχ. ἐγγενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες